- παγκόσμιον
- παγκόσμιοςcommon to all the worldmasc/fem acc sgπαγκόσμιοςcommon to all the worldneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вьсемирьныи — (2*) пр. Всемирный, относящийся ко всему миру: проповѣдають страшныи всемирныи потопъ… и много ѹныниѥ и скорбь (παγκόσμιον) ГА XIII–XIV, 36а; иезекілеви ѹбо ˫авити хотѩ б҃ъ ѿ вавілона възванье июдѣемъ абье же и всемирное ѿ мр҃твыхъ воскр(с)нье.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Γρηγοριάδης, Νεόκοσμος — (Κωνσταντινούπολη 1879 – 1967).Στρατιωτικός, συγγραφέας και πολιτικός. Υπηρέτησε στο στράτευμα από το 1897, όταν πήρε μέρος ως εθελοντής στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο της ίδιας χρονιάς, έως το 1926, οπότε αποστρατεύτηκε με βαθμό υποστράτηγου. Πήρε… … Dictionary of Greek
Φωκάς, Δημήτριος — (Αθήνα 1886 – 1966). Έλληνας αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων ως σημαιοφόρος (1905) και πήρε μέρος ως ανθυποπλοίαρχος στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 13) και από το 1917 ως υποπλοίαρχος στον A’… … Dictionary of Greek
ДОГМАТИК — [греч. δογματικὸν (Θεοτοκίον)], один из видов богородичнов Октоиха. Д. называются стихиры на воскресных малой (богородичны на «Господи, воззвах» и на стиховне) и великой (богородичен на «Господи, воззвах») вечерен (в рукописях Д. иногда… … Православная энциклопедия